- ὁμοιόχροια
- ὁμοιό-χροια, ἡ, cj. for ὁμόχροια in Arist.Mete.342b20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ομοιόχροια — ὁμοιόχροια, ἡ (Α) [ομοιόχρους] ομοιότητα ως προς το χρώμα … Dictionary of Greek